λεκτικός

λεκτικός
-ή, -ό (AM λεκτικός, -ή, -όν) [λεκτός]
1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ.
β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» — η δυνατότητα έκφρασης, Διον.Αλ.)
2. ο ικανός στην έκφραση, εκφραστικός («τὸ μὲν οὖν λεκτικοὺς καὶ πρακτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το λεκτικό
ο προσωπικός τρόπος προφορικής ή γραπτής έκφρασης, το ύφος
2. φρ. α) «λεκτικά ρήματα» — τα ρήματα που έχουν την έννοια τού λέγω
β) «λεκτικοί τρόποι» — τα σχήματα τού λόγου που προκύπτουν ανάλογα με την ποικίλη σημασιολογική χρήση λέξεων ή φράσεων και τα οποία είναι: η συνεκδοχή, η μετωνυμία, η υπαλλαγή, η αντονομασία, η αντίφραση, η υπερβολή και η αλληγορία
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λεκτική
η τέχνη τού να εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά.
επίρρ...
λεκτικώς και -ά (Α λεκτικῶς)
νεοελλ.
από λεκτική άποψη
αρχ.
1. με εκφραστική ικανότητα
2. προφορικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεκτικός — good at speaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το λόγο: Λεκτικές απειλές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεκτικά — λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc pl λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc/acc dual λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικῶν — λεκτικός good at speaking fem gen pl λεκτικός good at speaking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικόν — λεκτικός good at speaking masc acc sg λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικαῖς — λεκτικός good at speaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικαί — λεκτικός good at speaking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοῖς — λεκτικός good at speaking masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοί — λεκτικός good at speaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτικοῦ — λεκτικός good at speaking masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”